προσυπεργάζομαι

προσυπεργάζομαι
Α
προετοιμάζω το έδαφος για κάποιον άλλο («πολλὰ προσυπειργάσατο καὶ προωδοποίησεν αὐτῷ τῆς νομοθεσίας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπεργάζομαι «προετοιμάζω τη γη για τη σπορά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”